καταυχώ

καταυχώ
καταυχῶ, -έω (Α)
(επιτ. τ. τού αυχώ*) υπερηφανεύομαι, μεγαλαυχώ για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αὐχῶ «υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”